- ποδηγεσία
- ποδ-ηγεσία, ἡ, Führung, Anleitung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδηγεσία — η, ΝΜΑ [ποδηγέτης] το να οδηγεί, να καθοδηγεί κανείς κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
ποδηγέτηση — η, Ν ποδηγεσία, καθοδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηγετώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδηγέτησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek